Tα θέματα δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερες δυσκολίες ωστόσο απευθύνονταν σε καλά προετοιμασμένους μαθητές..Το διδαγμένο θέμα ζητούσε την ετυμολογία του αγνώστου προελεύσεως τύπου «εσθλός» που ίσως δυσκόλεψε τους μαθητές.
Α. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ἀνάλογον και με ανάλογο τρόπο
δὲ καὶ οἰκοδόμοι και οι οικοδόμοι
καὶ οἱ λοιποὶ πάντες· και οι άλλοι τεχνίτες
ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια
ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, θα γίνουν καλοί οικοδόμοι
ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί. Όμως χτίζοντας με κακό τρόπο κακοί
εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, Γιατί αν δε συνέβαιναν έτσι τα πράγματα
οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος, καθόλου δε θα χρειαζόταν ο δάσκαλος
ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο αλλά όλοι οι τεχνίτες θα ήταν
ἀγαθοὶ ἢ κακοί. Καλοί ή κακοί από τη γέννηση τους.
οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει· Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις αρετές
πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι Δηλαδή κάνοντας όσα γίνονται κατά τις
μεταξύ μας σχέσεις
τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους με τους άλλους ανθρώπους
γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι
πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς με το να προβαίνουμε σε πράξεις που
έχουν μέσα το στοιχείο του φόβου
καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν και με το να συνηθίζουμε στο φόβο ή στο
θάρρος
οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. γινόμαστε άλλοι ανδρείοι άλλοι δειλοί
ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν
σχέση με τις επιθυμίες
καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς· και την οργή
οἳ μὲν γὰρ σώφρονες άλλοι σώφρονες
καὶ πρᾶοι γίνονται, και πράοι γίνονται
οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι
οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οι πρώτοι με το να
συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο σ’ αυτές τις περιπτώσεις
οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί. και οι δεύτεροι με εκείνο
καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ και με λίγα λόγια
αἱ ἕξεις γίνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας
ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν. διαμορφώνονται με την επανάληψη όμοιων
ενεργειών
Β1.
Η σωστή σειρά των λέξεων εδώ θα έπρεπε να είναι η εξής: διαφέρει πολιτεία ἀγαθή πολιτείας φαύλης ,αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη είναι προφορικές σημειώσεις και έχουν την ελλειπτικότητα του προφορικού λόγου.
Το επίθετο φαῦλος μέσα στο κείμενο έχει τη σημασία του κατώτερος, το φαύλο πολίτευμα είναι το υποδεέστερο ,αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κακά πολιτεύματα αλλά ότι όλα είναι καλά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και αυτή η αξιολογική διαβάθμιση απορρέει από το μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό επιτυχίας του νομοθέτη να εθίσει τους πολίτες στην αρετή μέσω της θέσπισης των κατάλληλων νόμων-ο βαθμός επιτυχίας αποτελεί και το κριτήριο της διάκρισης της πολιτείας σε ἀγαθήν και φαύλην. Το κόμμα πρίν από το σύνδεσμο και έχει συμπερασματική σημασία και πρέπει να μεταφραστεί ως επομένως, εξάλλου ρήμα της πρότασης που ακολουθεί έχει διαφορετικό υποκείμενο από εκείνο του ρήματος της προηγούμενης -ἁμαρτάνουσι και διαφέρει και επιπλέον υπάρχει πριν από το και ένα ζεύγος κύριων προτάσεων που συνδέονται με αντιθετική σύνδεση (το μεν ἐστί…ὅσοι δε ἁμαρτάνουσι).Κατά συνέπεια ἀγαθή πολιτεία είναι εκείνη που εκπληρώνει τους σκοπούς της ενώ φαύλη εκείνη που οι σκοποί της είναι ιδιοτελείς και επιδιώκει το ηδύ και το ωφέλιμοστη θεωρία του για τα πολιτεύματα ο Αριστοτέλης δεν παρασταίνει όπως ο Πλάτων ένα μοναδικό πολίτευμα ως το μόνο σωστό. Τα πολιτεύματα πρέπει να ρυθμίζονται ανάλογα με τις ανάγκες και το χαρακτήρα του λαού. Η ορθότητα των πολιτευμάτων εξαρτάται από τον ορισμό του σκοπού της πολιτείας και ορθά πολιτεύματα είναι εκείνα που έχουν για τελικό σκοπό το κοινό καλό. Η αριστοτελική πολιτειολογία είναι προσανατολισμένη στη δυϊστική αντίληψη της ζωής πατάει γερά στο έδαφος, σε αντίθεση με την πλατωνική. Σε μια πολιτεία οι νομοθέτες θεωρούν ως πρωταρχικό καθήκον τους να θεσπίσουν αρχές δικαίου που θα είναι υγιείς και θα στρέψουν τους πολίτες στην ηθική πράξη, έτσι η πολιτεία που θα συγκροτείται από αγαθούς πολίτες θα γίνει και αγαθή. Αντίθετα σε μια πολιτεία όπου οι νομοθέτες δεν έχουν συναίσθηση του υπέρτατου χρέους τους, αποτυγχάνουν γιατί δεν έχουν υπόψη τους τις θεμελιακές αρχές του δικαίου, αυτή είναι η φαύλη πολιτεία στην οποία υπάρχουν οι κύριοι και οι δούλοι∙ οι πρώτοι καταφρονούν τους δεύτερους και οι δεύτεροι φθονούν τους πρώτους. Οι πρώτοι δεν μαθαίνουν να εθίζονται στη δικαιοσύνη και δεν υπακούν στους νόμους, οι δεύτεροι δεν μπορούν ποτέ να κυβερνήσουν.
.
Ο Αριστοτέλης συνεχίζει να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται η ηθική αρετή, επιμένοντας ότι για την κατάκτησή tης προηγείται η πράξη (η επανάληψη, η εξάσκηση, ο εθισμός). Στο πλαίσιο αυτής της θέσης προσθέτει ότι κάθε μορφή ηθικής αρετής, είτε αυτή γίνεται είτε φθείρεται, έχει ως αφετηρία της τις ίδιες αιτίες και τα ίδια μέσα. Και επανέρχεται στα παραδείγματα με τους κιθαριστές και τους οικοδόμους, για να δείξει ότι με την καλή εξάσκηση πετυχαίνει κανείς το στόχο του, ενώ με την κακή αποτυχαίνει (η καλή ή η κακή εξάσκηση είναι το κριτήριο για την κατάκτηση ή όχι του στόχου). Το αντιθετικό ζεύγος των φιλοσοφικών εννοιών γένεσις – φθορα αποτελεί ένα σημαντικό θέμα της φιλοσοφικής σκέψης μάλιστα υπάρχει και έργο του Αριστοτέλη με τον τίτλο Περι γενέσεως και φθοράς.H αρετή είναι προϊόν εθισμού.Η ποιότητα μιας επίκτητης ιδιότητας εξαρτάται από την ποιότητα του εθισμού που τη δημιουργεί.Τόσο η δημιουργία όσο και ο εκφυλισμός-φθορά της επίκτητης ιδιότητας προκύπτουν από τον εθισμό.Αναφέρεται εδώ στη διαδικασία δόμησης και αποδόμησης της αρετής,ενισχύοντας τη θέση του για τον επίκτητο χαρακτήρα της .
Η λέξη εξις παράγεται από το θέμα του ρήματος εχω (μέλλ.: εξω από
το θέμα σεχ- < hεχ- < έχ- + παραγωγική κατάληξη -σις, η οποία
δηλώνει ενέργεια). Η αρχική σημασία στα αρχαία ελληνικά της λέξης
εξις είναι: το να έχει ή να κατέχει κανείς συνέχεια κάτι που το
έχει αποκτήσει (πβ. τη γνωστή φράση εξις δευτέρα φύσις = η ιδιότητα
που αποκτήθηκε με τον εθισμό είναι μόνιμη και σταθερή, σαν να υπάρχει από τη φύση)- η ἕξις όμως είναι όχι μόνο ενέργεια αλλά και αυτό που την ακολουθεί: η μόνιμη κατάσταση, η ιδιότητα που προκύπτει από συνήθεια ή από άσκηση και με αυτή τη σημασία τη χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης, δίνοντάς της ηθικό περιεχόμενο (εξεις είναι τα μόνιμα ηθικά γνωρίσματα, τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα
μας, καλά ή κακά). Στη νέα ελληνική η λέξη έξη έχει κυρίως ψυχολογικό περιεχόμενο και είναι η συνήθεια (ή ο τρόπος συμπεριφοράς)
ως αποτέλεσμα επανάληψης, μάθησης ή συνεχούς επίδρασης
του ίδιου παράγοντα. Πέρα από την ενεργητική σημασία που έχει η λέξη εξις, και το ρήμα γίνονται (δηλώνει ενέργεια που επαναλαμβάνεται και βρίσκεται σε εξέλιξη) μας οδηγεί στη θέση ότι οι έξεις δεν είναι εκ φύσεως, αλλά αποτελέσματα
κάποιων ενεργειών – όπως και οι αρετές. Εκτός από το ρήμα γίνονται και οι μετοχές πράττοντες και ἐθιζόμενοι εκφράζουν ενέργεια, ενώ ο ενεστώτας και εδώ δηλώνει τη συχνή επανάληψη ενέργειας που βρίσκεται σε εξέλιξη – επομένως και οι τρεις αυτές λέξεις δηλώνουν και το βαθμιαίο τρόπο απόκτησης της αρετής .Οι έξεις είναι ένα από τα γινόμενα εν τη ψυχή τα άλλα δυο είναι τα πάθη και οι δυνάμεις.Σήμερα η λέξη έξις έχει αποκτήσει ψυχολογικό περιεχόμενο είναι η συνήθεια ως επανάληψη μάθησης ή συνεχούς επίδρασης του ίδιου παράγοντα.
Β2α
Κατά τον Αριστοτέλη η διαδικασία κατάκτησης των ηθικών αρετών είναι ίδια με αυτή των τεχνών, αφού η απόκτηση μιας δεξιότητας είναι αποτέλεσμα επαρκούς άσκησης έτσι και η ηθική αρετή αποκτάται με συγκεκριμένο τρόπο. Προχωρά με το οὔτω σε μια αναλογία όπως μαθαίνει την τέχνη με τη σωστή άσκηση έτσι μαθαίνει και την αρετή επαναλαμβάνοντας τις όμοιες ενέργειες.Με το συμπερασματικό σύνδεσμο δη ανακεφαλαιώνονται τα προηγούμενα .Ο μεταβατικός και εισάγει το νέο επιχείρημα.Ο συλλογισμός είναι αναλογικός καθώς η διαδικασία απόκτησης της αρετής είναι ανάλογη με εκείνη της εκμάθησης των τεχνών.
Β2β
Η βασική διαπίστωση σ’ αυτή τη διδακτική ενότητα είναι ότι στις διάφορες περιπτώσεις της καθημερινής ζωής αποκτούμε ή όχι ηθικές αρετές ανάλογα με τη στάση μας, με τη συμπεριφορά μας, με τις πράξεις μας (παρατηρούμε ότι σ’ αυτό το κειμενικό απόσπασμα γίνεται αναφορά όχι μόνο σε αρετές αλλά και στα αντίθετά τους, καθώς δίνονται ενδεικτικά τέσσερα αντιθετικά ζεύγη). Ανάλογα λοιπόν με τη συμπεριφορά μας στις διάφορες περιπτώσεις της καθημερινής ζωής, οι άνθρωποι γινόμαστε:
- στις σχέσεις μας: α) δίκαιοι ή β) άδικοι
- στα φοβερά: α) ανδρείοι ή β) δειλοί
- στις επιθυμίες: α) σώφρονες ή β) ακόλαστοι
- στις οργές: α) πράοι ή β) οργίλοι
σώφρονες είναι αυτοί που αντιστέκονται στις επιθυμίες τους και
τις χαλιναγωγούν, ενώ κρατιούνται συστηματικά μακριά από σωματικές
ηδονές, ενώ ακόλαστοι, εκείνοι που ενδίδουν αλόγιστα
στις επιθυμίες και αφήνονται στις σωματικές
περί τας οργάς– για να φανεί εναργέστερα η στάση των ανθρώπων
απέναντι στα συναισθήματα και κυρίως στις εκδηλώσεις τους, επιλέγεται
ένα από τα πιο έντονα συναισθήματα, η οργή· και αυτοί που αντιδρούν απέναντι στην οργή ήρεμα και συγκρατημένα είναι οι πράοι, ενώ εκείνοι που αντιδρούν με βίαιο τρόπο, εκρηκτικά και παράφορα, είναι οι οργίλοι.
φοβεῖσθαι θαρρεῖν
ἀνδρεῖοι δειλοί
H διαδικασία λοιπόν απόκτησης των ηθικών αρετών είναι ανάλογη με εκείνη της εκμάθησης των τεχνών όπως κάποιος γίνεται γνώστης της τέχνης του με αδιάλειπτη άσκηση,έτσι και η αρετή είναι αποτέλεσμα επαναλήψεως ομοίων ενεργειών και συνέπεια του πολλάκις πράττειν .
Tα μόνιμα λοιπόν στοιχεία του χαρακτήρα μας τα διαμορφώνει η επανάληψη όμοιων ενεργειών. Άρα πρέπει να αποδίδουμε μια καλή ποιότητα στις ενέργειες μας αφού την ποιοτική διαφορά των ενεργειών ακολουθεί η ποιοτική διαφορά των στοιχείων του χαρακτήρα. Κατά συνέπεια έχει πολύ μεγάλη σημασία για την αγωγή των παιδιών το να τα εθίζουμε από την πολύ μικρή τους ηλικία στον εκάστοτε τρόπο συμπεριφοράς. Μεγάλη λοιπόν η σημασία της ηθικής πράξης για την απόκτηση της ηθικής αρετής. Όλα λοιπόν τα παραπάνω οδηγούν (με την α ν α λ ο γ ι κ ή μέθοδο: όμοίως δέ … ) στο σ υ μ π έ ρ α σ μ α ότι όχι μόνο οι αρετές αλλά γενικά όλα τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας διαμορφώνονται με όμοιους τρόπους συμπεριφοράς , διαμορφώνονται ανάλογα με αυτούς γι’ αυτό πρέπει να δίνουμε μια συγκεκριμένη ποιότητα στη συμπεριφορά μας, ώστε να μπορούμε να αποκτούμε την ηθική αρετή.
Ωστόσο, συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή να απορρέουν από τις έξεις αντίστοιχες ενέργειες, όπως αναφέρεται λίγο παρακάτω στα Ηθικά Νικομάχεια (Β 2, 78). Για παράδειγμα, «συνηθίζοντας να αψηφούμε τους κινδύνους και να τους αντιμετωπίζουμε, αποκτούμε την αρετή της ανδρείας και αφού την αποκτήσουμε, θα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ακόμα πιο καλά εκείνα που προξενούν φόβο».
Δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους συμπεριφερόμαστε στον καθένα
από τους διάφορους τομείς ή στην καθεμιά από τις διάφορες περιπτώσεις
της καθημερινής ζωής ( όπως: στις σχέσεις μεταξύ μας, σε όσα έχουν το στοιχείο του φόβου -δέον – , στις επιθυμίες, στις οργές ). Με τον ένα τρόπο αποκτούμε αρετές (γινόμαστε δίκαιοι, ανδρείοι, σώφρονες, πράοι κτλ. ), με τον άλλον όμως όχι (γινόμαστε άδικοι, δειλοί, ακόλαστοι, οργίλοι κτλ.). Αυτή η διάκριση της στάσης σε δύο τρόπους εκφράζεται στο κείμενο χαρακτηριστικά με τα πολλά αντιθετικά ζεύγη (το ζεύγος των συνδέσμων μεν – δε το βρίσκουμε στο κείμενο τέσσερις φορές) και με τα δύο ούτωσί, που αναφέρονται το πρώτο στο ζεύγος σώφρονες και πράοι και το δεύτερο στο ακόλαστοι και όργίλοι (έτσι, και στο προθετικό σύνολο ἐν αυτοῖς η επαναληπτική αντωνυμία είναι ουδέτερου γένους και αναφέρεται στις δύο λέξεις επιθυμίας και όργάς).
Β3
Πρέπει να γραφεί το παράθεμα από το σχολικό βιβλίο μεταξύ των σελίδων:139 «Δεκαεφτά χρονών..εως σελίδα 140….ψυχοσύνθεση του Πλάτωνα»
Β4
- γηγενής: γινόμενον
- ἐσθλός: ἐστίν
- μισαλλοδοξία: συναλλάγμασι
- δέος: δεινοῖς
- στρεβλός: ἀναστρέφεσθαι
Γ
Μου δίνεις την εντύπωση,είπα εγώ,ότι παρουσιάζεις ως ικανοποιητική απόδειξη,ότι δηλαδή δεν είναι αυτή η τέχνη των λογογράφων,την οποία αν κάποιος αποκτήσει θα μπορούσε να ευτηχήσει. Και όμως εγώ νόμιζα πως κάπου εδώ θα φανεί η γνώση την οποία από παλιά ψάχνουμε.Γιατί πράγματι αυτοί οι άνδρες οι λογογράφοι μου δίνουν την εντύπωση όταν τους συναναστρέφομαι πως είναι πάρα πολύ σοφοί και η ίδια η τέχνη τους κάπως θεϊκή και σπουδαία.Και όμως αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο γιατί΄είναι μέρος της τέχνης των μάγων και ελάχιστα κατώτερα από εκείνη.Γιατί η μια τέχνη ,των μάγων,γοητεύει τα φίδια τις αράχνες και τους σκορπιούς και άλλα ζώα καθώς και αρρώστιες ενώ η άλλη τυχαίνει να γοητεύει και να πείθει δικαστές και τα έλη της εκκλησίας του δήμου και άλλα πλήθη.
Γ2
ἒφην : φάτε
κτησάμενος : ἐκτῶ
τις : τινῶν
εὐδαίμων : (ὦ) εὒδαιμον
ᾤμην : ᾠήθη
φανήσεσθαι : πεφάνθω / πεφηνυῖα ἒστω
πάλαι : παλαίτερον
κήλησις : (ὦ) κήλησι
τυγχάνει : τύχοιεν
οὖσα : ἐσομέναις
Γ3α.
μοι : Δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο δοξαστικό προσωπικό ρήμα «δοκεῖς»
εὐδαίμων : Κατηγορούμενο στο Υποκείμενο «τις» μέσω του συνδετικού «ἂν εἲη»
ἣν : Αντικείμενο του ρήματος «ζητοῦμεν»
ἐκείνης : γενική συγκριτική στο «ὑποδεεστέρα» ως β΄ όρος σύγκρισης με α΄ όρο το εννοούμενο υποκείμενο του ρήματος «ἐστί», «τέχνη»
οὖσα : Ουσιαστική κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται στο υποκείμενο του ρήματος «τυγχάνει» , «ἡ δέ» και λειτουργεί ως κατηγορούμενο σε αυτό.
Γ3β.
«κτησάμενος»: Επιρρηματική υποθετική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο («τις») του ρήματος «ἄν εἴη». Έχουμε λανθάνοντα υποθετικό λόγο.
Ανάλυση: «Εἰ κτήσαιτο» (υπόθεση), «ἄν εἴη» (απόδοση). Η πρόταση εκφέρεται με ευκτική («κτήσαιτο»), γιατί δηλώνει απλή σκέψη του λέγοντος, καθώς στην κύρια πρόταση υπάρχει δυνητική ευκτική (ἄν εἴη).